ξυλωσιά

ξυλωσιά
η
η ξύλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλωση + κατάλ. -ιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξύλωση — η (ΑΜ ξύλωσις) [ξυλώ] ο ξύλινος σκελετός τής οικοδομής, καθώς και κάθε άλλη ξύλινη κατασκευή που υπάρχει σε αυτήν, η ξυλωσιά («καὶ αὐτῶν τῶν οἰκιῶν καθαιροῡντες τὴν ξύλωσιν». Θουκ.) νεοελλ. 1. ξύλινη επένδυση σε πηγάδι ή σε στοά ορυχείου η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”